υποκλοπούμαι

υποκλοπούμαι
-έομαι, Α
παραμένω κρυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τις λ. ὑποκλέπτω και υπόκλοπος δεν είναι, όμως, εύκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για μετονοματικό παρ. τής λ. ὑπόκλοπος ή για επιτ.- επαναληπτικό τ. τού ρ. ὑποκλέπτω σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. φέρω: φορῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”